- προέλαβε
- προέλαβε , προλαμβάνωtakeaor ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
προὔλαβε — προέλαβε , προλαμβάνω take aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προύλαβε — προέλαβε , προλαμβάνω take aor ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μυρίζω — (ΑΜ μυρίζω και Α ποιητ. τ. σμυρίζω) [μύρον] αλείφω κάποιον ή κάτι με μύρο (α. «μύρισαν το μωρό» β. «προέλαβε μυρίσαι μου τὸ σώμα εἰς τὸν ἐνταφιασμόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. μτφ. α) φανερώνω την προέλευσή μου, την καταγωγή μου β) καθιστώ κάτι φανερό,… … Dictionary of Greek